Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αλλάζω θέση

  • 1 менять

    менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή
    * * *

    меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση

    меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα

    меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)

    Русско-греческий словарь > менять

  • 2 пересесть

    пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)
    * * *
    2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)

    Русско-греческий словарь > пересесть

  • 3 сместить

    смещу, сместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смещнный, βρ: -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μεταθέτω, μετατοπίζω• αλλάζω θέση.
    2. μτφ. αλλάζω•

    сместить значение слова αλλάζω τη σημασία της λέξης.

    3. αντικατα-σταίνω•

    сместить заведующего αντικατασταίνω το διευθυντή (διαχειριστή).

    1. μετακινούμαι, μετατίθεμαι, μετατοπίζομαι.
    2. μτφ. αλλάζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сместить

  • 4 переставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. μεταθέτω, τοποθετώ αλλού μετακινώ μετατοπίζω•

    -стол к окну βάζω το τραπέζι κοντά στο παράθυρο.

    2. αλλάζω θέση (διάταξη)•

    переставить слова в предложении αλλάζω τη θέση των λέξεων στην πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > переставить

  • 5 пересаживаться

    пересаживать||ся
    1. ἀλλάζω θέση· 2.:
    \пересаживатьсяся с поезда на поезд (с парохода на пароход) ἀλλάζω τραίνο (βαπόρι)· \пересаживатьсяся с парохода на поезд κατεβαίνω ἀπό τό βαπόρι καί πέρνω τό τραίνο.

    Русско-новогреческий словарь > пересаживаться

  • 6 shift

    [ʃift] 1. verb
    1) (to change (the) position or direction (of): We spent the whole evening shifting furniture around; The wind shifted to the west overnight.) αλλάζω θέση,μετακινώ,αλλάζω κατεύθυνση
    2) (to transfer: She shifted the blame on to me.) μεταθέτω
    3) (to get rid of: This detergent shifts stains.) απομακρύνω
    2. noun
    1) (a change (of position etc): a shift of emphasis.) μετάθεση,μετατόπιση
    2) (a group of people who begin work on a job when another group stop work: The night shift does the heavy work.) βάρδια
    3) (the period during which such a group works: an eight-hour shift; ( also adjective) shift work.) βάρδια/σε βάρδιες
    - shiftlessness
    - shifty
    - shiftily
    - shiftiness

    English-Greek dictionary > shift

  • 7 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 8 пересадить

    1. (с одного места на другое) βάζω σε άλλη θέση, αλλάζω θέση 2. (с одного вида транспорта на другой) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (поместить в другое место) μεταφέρω, μετατοπίζω 4. (выкопав растение, посадить в другом месте) μεταφυτεύω, φυτεύω αλλού 5. (перенести на другое место для приживания) мед. μεταμοσχεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадить

  • 9 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 10 перепаивать

    1. (восстанавливать паяное соединение) επανασυγκολλώ, συγκολλώ εκ νέου 2. (менять местами соединения) αλλάζω θέση (των ενώσεων).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перепаивать

  • 11 перемешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешанный, βρ: -шан, -а, -о.
    1. ανακατώνω, αναμιγνύω συμφύρω•

    перемешать цемент с песком ανακατώνω το τσιμέντο με τον άμμο.

    2. μετατοπίζω, αλλάζω θέση, μεταθέτω, μετακινώ. || χαλνώ τη σειρά, την τάξη.
    3. κάνω σύγχυση, μπερδεύω (εκλαμβάνω ένα πρόσωπο για άλλο).
    ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > перемешать

  • 12 менять

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > менять

  • 13 замещать

    ρ.δ.μ.
    1. αντικατασταίνω, -θιστώ, αλλάζω•

    замещать мужской персонал женским αντικατασταίνω το ανδρικό προσωπικό με γυναικείο.

    2. αναπληρώνω•

    замещать начальника αναπληρώνω τον προϊστάμενο.

    3. συμπληρώνω κενή θέση.
    4. (χημ.) υποκαθιστώ.
    αντικατασταίνομαι, αντικαθίσταμαι κπλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замещать

  • 14 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 15 съехать

    съеду, съедешь ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι (από μεταφορ. μέσο).
    2. στρίβω, στρέφω (επι μεταφορ. μέσου).
    3. παλ. φεύγω (από κάπου).
    4. μετακινούμαι, ξεφεύγω από τη θέση μου, μετατοπίζομαι• γλιστρώ•

    шапка -ла на затылок η σκούφια ξέφυγε στον αυχένα.

    5. αλλάζω, περνώ (για συνομιλία).
    6. (απλ.) υποχωρώ στην τιμή• κατεβαίνω•

    съехать со ста рублей на восемьдесять κατεβαίνω από τα εκατό ρούβλια στα ογδόντα.

    εκφρ.
    съехать на берег – κατευθύνομαι από το καράβι στην ακτή.
    1. συναντιέμαι.
    2. φτάνω, έρχομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι (γιαπολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > съехать

См. также в других словарях:

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • μετακαθίζω — (ΑM) αλλάζω θέση αρχ. 1. κάθομαι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, δεν μένω στη θέση μου 2. αλλάζω γνώμη 3. προσχωρώ σε κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αντιστρέφω — (Α ἀντιστρέφω) αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι αρχ. 1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος 2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή 3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του 4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση 5. αρμόζω… …   Dictionary of Greek

  • μεταπηδώ — (ΑΜ μεταπηδῶ, άω) 1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο 2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες νεοελλ. μτφ. αποσκιρτώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… …   Dictionary of Greek

  • κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μεθιδρύω — (Α) 1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.) 2. μέσ. μεθιδρύομαι α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»